Νυχτερινή ενούρηση

ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ - ΣΤΟ...ΝΤΙΒΑΝΙ

enourisiΓράφει η Μαρία Ξανθοπούλου

Ως νυχτερινή ενούρηση ορίζεται η μη ηθελημένη και ακούσια απώλεια ούρων κατά την διάρκεια του ύπνου ή και της ημέρας η οποία συμβαίνει μετά την ηλικία των πέντε ετών (απαραίτητο κριτήριο για να δοθεί η διάγνωση) και με συχνότητα τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα για διάστημα μεγαλύτερο από τρεις μήνες. Η ύπαρξη κάποιας οργανικής ή σωματικής αιτίας έχει προηγουμένως σαφώς αποκλειστεί, όπως πχ. διαβήτης, λοίμωξη της ουροδόχου κύστης και των νεφρών, επιληπτική διαταραχή, μικρό μέγεθος της ουροδόχου κύστης ή χαμηλή ευαισθησία του σφικτήρα.

Ξεχωρίζουμε δύο κατηγορίες:

Πρωτοπαθής ενούρηση (Primary enuresis): Όταν δεν έχει ποτέ επιτευχθεί ο έλεγχος των σφικτήρων και συνήθως οφείλεται σε σωματικές ασθένειες, διαταραχές ή οργανικούς παράγοντες. Φαίνεται, μάλιστα, ότι η εκδήλωση της επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από γενετικούς παράγοντες. Αν ο ένας γονιός είχε πρόβλημα νυχτερινής ενούρησης ο κίνδυνος είναι για το παιδί 44%. Αν είχαν το πρόβλημα και οι δύο γονείς, ο κίνδυνος για το παιδί είναι 77%. Επίσης μονοζυγωτικοί δίδυμοι παρουσιάζουν ενούρηση σε ποσοστό 68% ενώ διζυγωτικοί σε ποσοστό 36%.

Δευτεροπαθής ενούρηση (Secondary enuresis): Όταν επανεμφανίζεται το πρόβλημα αφού έχει αποδειχτεί με το πέρασμα του χρόνου η δυνατότητα ελέγχου της ενούρησης. Συνήθως οφείλεται σε ψυχολογικές δυσκολίες και διαταραχές. Έτσι συχνά αναφέρεται ως αντίδραση σε αγχογόνα περιστατικά, ιδιαίτερα στις ηλικίες 4-6 ετών. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει επίσης παρατηρηθεί συχνότερα ενδοοικογενειακή δυσαρμονία, η οποία φαίνεται να επηρεάζει την ανάπτυξη του παιδιού.

Η ενούρηση μπορεί να αποτελεί μονοσυμπτωματική κατάσταση ή να σχετίζεται με ευρύτερη συναισθηματική διαταραχή ή διαταραχή της συμπεριφοράς. Στη χώρα μας, το ποσοστό των παιδιών με την συγκεκριμένη διαταραχή ανέρχεται στο 1-2% ας σημειώσουμε εδώ πως οι περισσότεροι γονείς θεωρούν την πρωτοπαθή ενούρηση ως αποτέλεσμα ανωριμότητας και αρχίζουν να ανησυχούν για αυτήν όταν αυτή επιμένει μετά την ηλικία των 10 ετών ή όταν είναι δευτεροπαθής.

Πιθανά ψυχολογικά αίτια τα οποία συναντώνται πιο συχνά στη δευτερογενή ενούρηση μπορεί να είναι:

Αισθήματα ζήλιας απέναντι σε μικρότερο αδελφάκι, ανασφάλεια, αδικαιολόγητο άγχος, ψυχοσυναισθηματική ανωριμότητα, προβλήματα επικοινωνίας και καυγάδες ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, κοινωνική απομόνωση (για τα μεγαλύτερα παιδιά). Διάφορες φοβίες (ζώα, φαντάσματα, κεραυνοί, θάνατος), μειωμένη αυτοεκτίμηση.
Βάση όλων αυτών το εύλογο συμπέρασμα που απορρέει είναι πως η ενούρηση μπορεί να προκαλέσει δευτερογενή προβλήματα στα παιδιά σε τρεις κυρίως τομείς: α) στη συμμετοχή τους σε κοινωνικές δραστηριότητες, πολλά παιδιά μπορεί να αποφεύγουν να πηγαίνουν σε σχολικές εκδρομές ή να κοιμούνται σε φιλικά σπίτια, β) στη διατάραξη των σχέσεων με τους συνομήλικους- με τις ανάλογες επιδράσεις στο επίπεδο της αυτοεκτίμησης- είναι πιθανόν να βιώνουν συχνό φόβο απόρριψης μήπως οι συνομήλικοί τους ανακαλύψουν το πρόβλημά τους και γ) στη σχέση με τους γονείς τους. Λανθασμένα πιστεύουν συχνά οι γονείς πως οφείλεται στην τεμπελιά του παιδιού και η πεποίθηση αυτή γεννά έντονα συναισθήματα θυμού και οδηγεί πολλούς στην επιβολή αυστηρών τιμωριών.

Δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση με το να μαλώνετε και να απειλείτε το παιδί για την νυχτερινή ενούρηση. Μην το πιέζετε να το ξεπεράσει με το ζόρι, φροντίστε να του εξηγήσετε ότι δεν φταίει και ότι γρήγορα θα αποκτήσει τον έλεγχο. Προσπαθήστε να μπείτε στη θέση του και να καταλάβετε αυτό που αισθάνεται. Συζητείστε μαζί του τι πιστεύει το ίδιο πως φταίει ή τι το ενοχλεί. Προσπαθήστε να εντοπίσετε μαζί αγχωτικούς παράγοντες που ενδέχεται να αποτελούν εκλυτικά αίτια για την εμφάνιση της ενούρησης, αλλά και τι ίσως φοβάται το παιδί σας. Φροντίστε να το καθησυχάσετε, να το στηρίξετε και να το ενισχύσετε. Μην επιτρέπετε να το κοροϊδεύουν τα άλλα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα τα αδέλφια του. Η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να προλάβει ή να αποκαταστήσει τα δευτερογενή προβλήματα που πηγάζουν από αυτή σε ικανοποιητικό βαθμό. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι κατόπιν αποτελεσματικής παρέμβασης, η αυτοεκτίμηση και οι σχέσεις των παιδιών αυτών με τους συνομηλίκους τους βελτιώνονται σημαντικά.