Το κρασί είναι η λύση στο πρόβλημά μας

ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ - ΠΕΡΙ ΟΙΝΟΥ

 Επιμέλεια Μαρία Ανθοπούλου Κελεσίδου

Πάσχουμε από μαζική κατάθλιψη και το φάρμακο που θα μας κάνει καλά δεν έχει ακόμα κυκλοφορήσει στην αγορά. Για παρηγοριά, ας στραφούμε σ’ ένα ποτήρι κρασί, εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του γάλλου ακτιβιστή, σκηνοθέτη, φιλόσοφου και συγγραφέα, Guy Debord.

Το κρασί και η οινοποσία είναι μια από τις λίγες ηδονές που μας συνοδεύουν πιστά και σταθερά σε όλη μας τη ζωή και που ούτε η επανάληψη, ούτε η συνήθεια κατορθώνουν να ελαττώσουν.

Μάλιστα, οι χαλεποί καιροί που διανύουμε θα μας οδηγήσουν αναπόφευκτα στην αναζήτηση μικρών και λιγότερο δαπανηρών απολαύσεων, μια από τις οποίες θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η οινοποσία. Δεν σας προτρέπω, αγαπητοί αναγνώστες, να το ρίξετε στο αλκοόλ και να γίνετε αλκοολικοί αλλά, πως να το κάνουμε, η υπεροχή του οίνου ως αντικείμενο λατρείας και ως πηγή χαράς και απόλαυσης είναι δεδομένη ― τουλάχιστον σε εμάς τους οινόφιλους!

Η τρέχουσα πολιτική συζήτηση μου έφερε στο νου την περίπτωση του γάλλου σιτουασιονιστή Γκι Ντεμπόρ. Λίγοι φιλόσοφοι έχουν κατορθώσει να εκφράσουν τόσο καλά όσο αυτός την απογοήτευση που μπορεί να προκαλέσει η σύγχρονη κοινωνία. Ο συγγραφέας του περίφημου βιβλίου «Η Κοινωνία του Θεάματος», που θεωρείται ο πρόδρομος, αν όχι ο εμπνευστής του γαλλικού Μάη του ’68, ο ιδρυτής του κινήματος Internationale Situationiste («Διεθνής Καταστατική»), αφού είδε και απόειδε ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν τον σηκώνει, αποτραβήχτηκε σε μια φάρμα της Οβέρνης στα βάθη της Γαλλίας όπου και αυτοκτόνησε στις 30 Νοεμβρίου του 1994.

Ωστόσο, λίγους μήνες προτού πεθάνει είχε ολοκληρώσει το τελευταίο του βιβλίο, το Panégyrique. Εδώ σε αυτό το έσχατο, δημόσιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών (τίποτα δεν του άρεσε περισσότερο από το να τσακώνεται δημόσια για τις ιδέες του), o Γκι Ντεμπόρ παραδέχεται πως οι θεωρείες του τον ανάγκασαν να αγκαλιάσει ένα είδος ακραίου μηδενισμού, που τον οδήγησε στην πλήρη απάρνηση και απόρριψη οποιουδήποτε στοιχείου καθιστά παραδεκτό και υποφερτό τον σημερινό τρόπο ζωής.

Να, όμως, που από τη μήνη του γλυτώνει ένα πράγμα: το κρασί. Στον «Πανηγυρικό» αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο-φόρο τιμής στην ηδονή του ποτού και του κρασιού, μια ηδονή που περιγράφει ως μια από τις ελάχιστες επίγειες απολαύσεις που μπόρεσαν να του διασκεδάσουν την απέραντη απογοήτευση που ένοιωθε με τη ζωή.

«Δύο-τρία πάθη όλα κι όλα, μ’ απασχόλησαν σ’ αυτή τη ζωή», γράφει, «αλλά το κρασί ήταν το πιο σταθερό και το πιο ζωντανό από αυτά. Μεταξύ των λιγοστών πραγμάτων που μου έδωσαν χαρά και με τα οποία έμαθα να καταπιάνομαι, εκείνο που σίγουρα έκανα καλύτερα απ’ όλα ήταν να πίνω». Βέβαια, για να είμαστε απολύτως δίκαιοι απέναντι στην ιστορία, πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο Ντεμπόρ ήταν αλκοολικός και πως στο τέλος της ζωής του έπασχε από μια νευρασθένεια που μάλλον προκλήθηκε από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος και που πιθανόν να συνέβαλε στην απόφασή του να αυτοκτονήσει.

Παρόλα αυτά, τα λόγια του Ντεμπόρ επιβεβαιώνουν πως η αγάπη για το κρασί μπορεί να τροφοδοτήσει ένα κρυφό, ίσως και απόκρυφο πάθος. Όπως συμβαίνει με τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει ένα μεγάλο έργο τέχνης, έτσι και εκείνα, που συχνά προκαλεί το κρασί, δύσκολα μεταδίδονται. Ασφαλώς η επικοινωνία των συναισθημάτων αυτών δεν είναι απαραίτητη για την επίτευξη της επιδιωκόμενης ικανοποίησης και η απόλαυση που προκύπτει από τη γευστική δοκιμή δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί σε χρήμα, δεν μπορεί να αποδειχθεί, δεν μπορεί να περιγραφεί με άλλο τρόπο από τα λόγια. Είναι κατά βάση αυτοσκοπός. Οι θαμώνες της, αποκτώντας κοινή συναντίληψη, ενεργοποιούν ένα σύνολο μέσων με ένα, μόνο, στόχο: την επανάληψη, όλο και πιο συχνή, αυτής της απόλαυσης αλλά και την μεγιστοποίησή της!

Όπως κάθε πνευματική δραστηριότητα, το κρασί έχει αποκτήσει τους κουλτουριάρηδές του με το βερμπαλισμό τους, ενώ είτε από μιμητισμό, είτε από ανάγκη κοινωνικής ανάδειξης το ενδιαφέρον για το κρασί συχνά εκφυλίζεται σε σνομπισμό. Πολλοί είναι εκείνοι που το αγκαλιάζουν μόνο και μόνο επειδή μπορεί να θεωρηθεί και ένδειξη πλούτου ή πολυτέλειας. Συνήθως αυτού του τύπου οι φίλαθλοι πίνουν ελάχιστα και η απόλαυσή τους δεν έγκειται στο να (κατα)πιούν, αλλά στο να προσποιούνται πως ξέρουν ό,τι πρέπει να ξέρουν για ό,τι πρέπει να πιωθεί. Μεθούν με λόγια, συχνά ακατανόητα, που αφ’ υψηλού υπαγορεύουν.

Ας το πούμε γι’ άλλη μια φορά: εκείνο που μετρά πάνω απ’ όλα, είναι η στιγμή που πίνουμε ένα κρασί. Κάθε περίσταση απαιτεί το δικό της κρασί και ευτυχώς είναι πάρα πολλές οι στιγμές που ένα μικρό, απλώς «κατάλληλο κρασί», μπορεί να εξασφαλίσει μεγαλύτερη απόλαυση ακόμα και από ένα μεγάλο κρασί. Και το αντίθετο βέβαια.

Κάθε φιάλη που ανοίγουμε, μας ανοίγει την πόρτα σε έναν κόσμο απέραντο, απεριόριστο και ασύλληπτα πλούσιο. Όλα ενυπάρχουν, όλα ενσαρκώνονται μέσα σε 75 εκατοστόλιτρα υγρού: η γεωγραφία και το έδαφος, το φυτό και οι κλιματολογικές συνθήκες, η τέχνη του ανθρώπου που περιποιήθηκε το αμπέλι, που φρόντισε το σταφύλι, που οινοποίησε το κρασί· που το μεγάλωσε, συχνά για χρόνια ολόκληρα. Ύλη, χρόνος, χώρος, δουλειά:  όλα υπάρχουν και όλα επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο αλλά και κάθε φορά που ανοίγουμε μια φιάλη. Και το επιστέγασμα της απόλαυσης; Το ρίσκο, που παίρνουμε όταν αγοράζουμε ένα κρασί που δεν γνωρίζουμε. Το ρίσκο της απογοήτευσης αλλά και το ρίσκο της ανακάλυψης. Ένα ρίσκο που δεχόμαστε να πάρουμε αναζητώντας την υπέρτατη απόλαυση. Και έτσι αποκτούμε και τις γνώσεις, μέσα από την αναζήτηση της απόλαυσης, και όχι το αντίθετο. Πιείτε, λοιπόν, δίχως συστολές και δίχως υστεροβουλία, στη μνήμη του καημένου του Γκι Ντεμπόρ που βρήκε παρηγοριά στα δώρα του Διονύσου. Γιατί πιο spectacular μνημόνιο από το δικό μας δεν θα ξαναϋπάρξει.

Πηγή: The Food & Leisure Guide