Γράφει η Ανθοπούλου Κελεσίδου Μαρία
Τ
ο μεγαλύτερο μέρος των κρασιών που παράγονται στον κόσμο είναι προορισμένα για να καταναλώνονται φρέσκα.
Από τη στιγμή που κυκλοφορούν στην αγορά και έως και ένα με ενάμισι χρόνο από την εσοδεία τους (για τα λευκά κρασιά περισσότερο), προσφέρουν ευχαρίστηση με τα έντονα, φρέσκα χαρακτηριστικά τους. Ένα μικρότερο ποσοστό κρασιών παλαιώνει στη φιάλη, δύο έως πέντε χρόνων, ενώ πολύ μικρό μέρος, κυρίως ερυθρών και γλυκών κρασιών προορίζεται για μακρόχρονη παλαίωση.
Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί το κρασί είναι ένας «ζωντανός» οργανισμός που αλλάζει και εξελίσσεται εντός της φιάλης. Για κάθε κρασί, είτε προορίζεται για παλαίωση είτε όχι, υπάρχει ένα χρονικό σημείο ποιοτικής καμπής (που είναι ιδανικό για κατανάλωση). Όταν ξεπερνιέται, το κρασί αρχίζει σταδιακά να «γερνάει», αντί να παλαιώνει και τελικά «πεθαίνει».
Όλα όμως αυτά δεν καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη ημερομηνίας λήξης στη φιάλη...αφού η «γήρανση» και ο «θάνατος» αναφέρονται στην οργανοληπτική εικόνα του κρασιού, την ποιότητά της και την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει. Η εκτίμηση ενός ποιοτικά παλαιωμένου κρασιού απαιτεί την κατάλληλη εμπειρία και δεν είναι δεδομένη για τον καθένα.