ΚΟΙΝΩΝΙΑ - ΔΙΑΦΟΡΕΣ
«Την 1η Μαϊου 1943, 460 Εβραίοι της Βέροιας μεταφέρθηκαν από τους Ναζί στη Θεσσαλονίκη και στις 8 Μαϊου με την 15η αποστολή στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Όλοι τους εξοντώθηκαν».
Για την αξιοδότηση της συλλογικής αυτής μνήμης, σε ένα ζοφερό περιβάλλον μισαλλοδοξίας και ακραίας έκφρασης ρατσιστικής βίας, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο της Ελλάδος με την συνεργασία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ημαθίας και την υποστήριξη του European Jewish Fund, διοργανώνουν τις «Ημέρες Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Βέροιας (1943-2014)», οι οποίες θα πραγματοποιηθούν στη Βέροια στις 16-18 Μαϊου, καλώντας τους κατοίκους της Βέροιας και της ευρύτερης περιοχής να τις παρακολουθήσουν με ελεύθερη είσοδο σε όλες τις εκδηλώσεις.
«Αν υπήρχε κάτι, το οποίο έκανε δυνατό το Ολοκαύτωμα, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έχει έκτοτε εξαλειφθεί», Zygmunt Bauman.
Η 15η αποστολή
[...] Η είδηση της συγκέντρωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε ειδικά γκέτο και οι πρώτες αποστολές προς την Πολωνία, αναστάτωσε, όπως ήταν φυσικό, τον εβραϊκό πληθυσμό της Βέροιας. Πολλές οικογένειες επέσπευδαν την διαφυγή τους προς τα χωριά των ορεινών όγκων των Πιερίων και του Βερμίου. Μέχρι τον Απρίλιο του 1943, συνολικά 148 Εβραίοι εγκαταλείπουν την πόλη, ενώ γι΄ αυτούς, που ενδεχόμενα μετανόησαν για την επιλογή τους να περιμένουν καρτερικά την μοίρα τους, ήταν πια πολύ αργά. Το τελικό σχέδιο της εξόντωσής τους είχε μπει σε εφαρμογή και ο εναπομείναν εβραϊκός πληθυσμός ήταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στις δύο διόδους της εβραϊκής συνοικίας. Οι τελευταίες ημέρες του Απριλίου ήταν σε όλο τον εβραϊκό κόσμο οι ημέρες του Πέσαχ, του εβραϊκού Πάσχα. Παρά τις τραγικές συνθήκες, και στη Βέροια ετοιμάζονταν για την μεγάλη εορτή που κορυφωνόταν την 1η Μαϊου και συμβολικά προσδοκούσε μια ακόμα Έξοδο, την σημαντικότερη όμως στην ιστορία του εβραϊκού λαού.
Μέχρι την ημέρα της σύλληψης τους, όλοι ετοιμάζονταν πυρετωδώς για το μακρύ ταξίδι. Ετοίμαζαν τα τσουβάλια με φαγητά, ρούχα και τ΄ αναγκαία, έραβαν στις φόδρες των ρούχων λίρες και κοσμήματα, προσπαθούσαν να ζυγίσουν σε συνολικά είκοσι κιλά όσες από τις αναμνήσεις και τους κόπους μιας ζωής μπορούσαν να στοιβάξουν. Όμως, σύμφωνα με τις οδηγίες, μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους μόνο είκοσι κιλά αποσκευές ο καθένας, ενώ κοσμήματα και τιμαλφή θα τα παρέδιδαν για φύλαξη «επί αποδείξει». Τα χρήματα, με τα οποία στην πραγματικότητα θα πλήρωναν το ταξίδι τους, ήταν υποχρεωμένοι να τα ανταλλάξουν με επιταγές σε πολωνικό νόμισμα, οι οποίες όμως ήταν δίχως αντίκρισμα. Κι επιπλέον, τους συνιστούσε η αρχιραβινεία Θεσσαλονίκης να τελούν γάμους, διότι τα έγγαμα ζευγάρια θα απολάμβαναν καλύτερης μεταχείρισης στην Πολωνία! Και μια «επιδημία» γάμων κατέλαβε την εποχή εκείνη όλες τις Κοινότητες της γερμανικής ζώνης και στη Βέροια.
Στις 28 ή 29 Απριλίου 1943, οι Γερμανοί, με μια αιφνιδιαστική κίνηση, περιορίζουν στον χώρο της εβραϊκής συνοικίας και της συναγωγής τον εβραϊκό πληθυσμό που ζούσε μέσα στη συνοικία.
Η διάταξη της περίκλειστης εβραϊκής συνοικίας εξυπηρετούσε τους σκοπούς του περιορισμού. Οι δύο πόρτες διόδου προς και από τη συνοικία, αφενός προς την πλευρά της οδού Μεραρχίας κι αφετέρου στην πλευρά του ποταμού προς την τοποθεσία της Μπαρμπούτας, ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και το «άνοιγμα» του εβραϊκού κόσμου στην τοπική κοινωνία. Εκεί θα παραμείνουν φυλακισμένοι για τρεις μέρες, όσες και οι μέρες που χρειάστηκαν για την προετοιμασία της μεταφοράς τους. Η γειτονιά γύρω από την συνοικία, σοκαρισμένη από τα γεγονότα, ανησυχεί για την τύχη τους. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αδελφικά και μονιασμένα με τον εβραϊκό πληθυσμό, μουδιάζουν από τις εξελίξεις κι αδυνατούν να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς τους είναι αδύνατη ακόμα και η ελάχιστη πρόσβαση στο εσωτερικό της συνοικίας.
«Περιμέναμε κάποιο άκουσμα ή μήνυμα από μέσα για να βοηθήσουμε κάπως αλλά δυστυχώς .....», θα πουν δεκαετίες μετά δύο νεαροί τότε γείτονες.
Οι ημέρες που μεσολάβησαν ήταν ο προγραμματισμένος χρόνος αναμονής. Οι Γερμανοί προετοίμαζαν την αποστολή με την μεθοδικότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις για την αδιατάρακτη λειτουργία των αποστολών από τη Θεσσαλονίκη προς την Πολωνία. Η χωρητικότητα των βαγονιών και των συρμών ήταν συγκεκριμένη, μεθοδικά σχεδιασμένη κι απαιτούσε συγχρονισμό των ενεργειών παντού στην γερμανική ζώνη Κατοχής για την «σωστή φόρτωση» των μελλοθάνατων. Ο χρόνος όμως που μεσολάβησε έδωσε και την ευκαιρία στους δήμιους των φοβισμένων ντόπιων Εβραίων να αρπάξουν από αυτούς ο,τιδήποτε πολύτιμο φύλαγαν για το μακρύ ταξίδι της «αποκατάστασης» τους στην Πολωνία (χρήματα, κοσμήματα κι αντικείμενα αξίας). Επιπλέον, στη συνοικία εκτυλίσσονται ανείπωτες σκηνές εξευτελισμού, βίας και ωμοτήτων από τους Γερμανούς σε βάρος του τρομοκρατημένου πλήθους.
Η Μύριαμ Μορδεχάι, που λίγες μέρες πριν βρήκε καταφύγιο για την οικογένεια της σε γειτονικό χριστιανικό σπίτι κοντά στη Μπαρμπούτα, σε απόσταση εκατό μέτρων από το δικό της σπίτι στην συνοικία, άκουγε από την κρυψώνα της τις κραυγές και τις οιμωγές των ομοθρήσκων της από τα βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλαν οι Γερμανοί. Έβλεπε από απόσταση να σέρνουν την ηλικιωμένη κι άρρωστη μάνα της καθώς και τις τέσσερις αδελφές της, μία από τις οποίες ήταν παντρεμένη με πέντε παιδιά.
Το νέο ότι «σηκώνουν τους Εβραίους» διαδίδεται ταχύτατα σε όλη τη Βέροια, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει στη συνοικία.
Οι εικόνες βαθιά χαραγμένες θα κυνηγούν εφιαλτικά την Μορδεχάι μέχρι τον θάνατο της:
«Κάθε χρόνο, την Πρωτομαγιά, δεν μένω ποτέ μόνη. Φεύγω, πηγαίνω οπουδήποτε και προσπαθώ να ξεχάσω. Και παρ' όλο που 45 χρόνια έχουν περάσει από τότε, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές και δεν με αφήνουν να ξεχάσω».
Τρεις μέρες μετά την αυστηρή απομόνωση τους, την 1η Μαϊου του 1943, όλος αυτός ο πληθυσμός συγκεντρώνεται για αναχώρηση.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται τις ώρες εκείνες είναι τραγικές και περιγράφει κάποιες από αυτές η Μύριαμ, παρακολουθώντας από την κρυψώνα της:
«Την ημέρα που έφευγε η αποστολή, κρυφοκοιτάζοντας από μια χαραμάδα είδα μια έγκυο γυναίκα που άρχιζε να γεννά ενώ οι Γερμανοί την έσπρωχναν και τη χτυπούσαν. Εκείνη στρίγκλιζε. Το όνομά της ήταν Μπουένα Πιπανό, γυναίκα του Αζαρία. Ο Ασέρ κρυφοκοίταζε από μια άλλη χαραμάδα προς την κατεύθυνση της Συναγωγής και είδε δυο άντρες να πηδούν στο κενό από το μπαλκόνι».
Οι Γερμανοί οδηγούν το πλήθος έξω από την εβραϊκή συνοικία και μέσω των οδών Μεραρχίας, Σοφού και Κεντρικής τους οδηγεί στην έξοδο της πόλης προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Μέσα στην φάλαγγα και οι δύο ραβίνοι που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το ποίμνιο τους, ο Ιτσχάκ Σαρφατή και ο Σαμουέλ Σαρφατή. Σε όλη την πορεία μέσα από την κεντρική αγορά της πόλης, ορισμένοι από το πλήθος των Εβραίων βρίσκουν το κουράγιο να χαιρετίσουν με φωνές στον αέρα φίλους και γνωστούς, βλέπουν για τελευταία φορά γνώριμες γωνιές και τα σφραγισμένα καταστήματα τους.
Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες της Αγοράς στέκονται βουβοί μπροστά στο θέαμα. Άραγε πως σχολίαζαν την πομπή αυτή στις χαμηλόφωνες κουβέντες τους; Ορισμένοι δοκιμάζουν τις αντοχές τους σιωπηλά. Άλλοι σπεύδουν να ευχηθούν καλή αντάμωση. Στην αρχή και στο τέλος της πομπής οι Γερμανοί ελέγχουν με μαστίγια την ροή της φάλαγγας και διώχνουν τους ανεπιθύμητους. Στο πλάι, οι εξαπατημένοι ντόπιοι Εβραίοι πολιτοφυλακές «περιφρουρούν» την πορεία. Στο τέρμα της οδού Κεντρικής στρίβουν για την ευθεία που οδηγεί στον σιδηροδρομικό σταθμό.
Κάποιοι, μη Εβραίοι κάτοικοι, που συμπτωματικά την ημέρα εκείνη βρέθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, περιγράφουν αργότερα την σκηνή που αντίκρισαν εκεί:
«Ένα πλήθος φοβισμένο, φορτωμένο με τσουβάλια όπου είχαν τα ρούχα τους και τα αναγκαία για το μακρύ ταξίδι, με παιδιά στην αγκαλιά, με υποβασταζόμενους γέρους, γριές και ασθενείς (ανάμεσα σε αυτούς και ο Ιωνάς Δανιέλ, ο στρατιώτης του αλβανικού μετώπου δίχως πόδια), να κλαίνε και να στοιβάζονται, με τη βία και με χτυπήματα, σαν ζώα στα βαγόνια του συρμού για τη Θεσσαλονίκη».
Ελάχιστοι ντόπιοι προστρέχουν στον σιδηροδρομικό σταθμό για συμπαράσταση. Οι Γερμανοί που περιφρουρούν την αποστολή και ο κουκουλοφόρος Έλληνας συνεργάτης τους, σπρώχνουν βίαια τους λίγους παριστάμενους διώχνοντας τους.
Η τελευταία πράξη του δράματος στη Βέροια είχε ολοκληρωθεί. Για όλο αυτό τον κόσμο, κοντά σε εκατομμύρια άλλους από όλη την Ευρώπη, άρχιζε πια η φρίκη, την οποία αδυνατούσε να αντιληφθεί το πλέον ευφάνταστο μυαλό. Όλος αυτός ο πληθυσμός των 460 ανθρώπων οδηγείται στην εβραϊκή συνοικία Χιρς στην περιοχή του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης, το οποίο λειτουργούσε ως διαμετακομιστικός σταθμός των αποστολών προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το πιθανότερο είναι ότι στοιβάχτηκε στους συρμούς της 15ης αποστολής της 3ης Μαϊου με προορισμό το Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Η 15η αποστολή έφθασε στο Άουσβιτς/Μπιρκενάου, σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών σιδηροδρόμων, μεταξύ 7 και 8 Μαϊου (κι ακριβέστερα τα ξημερώματα του Σαββάτου 8 Μαϊου), δηλαδή την ημέρα που ο Ι. Στρούμσα θυμάται ότι έφθασε η δική του αποστολή.
«Η αποστολή μας έφθασε στο Μπιρκενάου στις 8 Μαϊου 1943, γύρω στις τέσσερις ή πέντε το πρωί. Βγαίνοντας από το τρένο, στο φως των προβολέων, τα χτυπήματα με τα βούρδουλα και οι φωνές των SS έφεραν τον επιθυμητό αποτέλεσμα, να σκορπίσουν τον τρόμο. Οι πόρτες των βαγονιών άνοιξαν απότομα και όρμησαν μέσα άνθρωποι με ριγωτές στολές, που κρατούσαν ραβδιά και φώναζαν: Alle Raus, schnell, Raus. Έκανε μάλλον ψύχρα. Τυφλωμένοι από τους προβολείς, ξεκουφαμένοι από τις φωνές, ζαλισμένοι από τα χτυπήματα, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας και τι θέλουν να κάνουμε. Κατεβήκαμε βιαστικά, χωρίς να πάρουμε τίποτε από τα προσωπικά μας πράγματα.
Πολύ γρήγορα, μέσα στα εκτυφλωτικά φώτα και τις κραυγές, παραζαλισμένοι και παγωμένοι, είδαμε να μας χωρίζουν από τις γυναίκες μας. Θυμάμαι ακόμη πως εκεί, ανάμεσα στις γραμμές του τρένου, μας χώρισαν τους νέους από τους ηλικιωμένους, και πώς αγκάλιασα τον πατέρα μου χωρίς να ξέρω ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά. Θυμάμαι ότι τον βοήθησα να διασχίσει άλλες σιδηροδρομικές γραμμές, και ότι τη στιγμή που ένας SS μας χώριζε, πρόφτασα να του φιλήσω το δεξί του χέρι, σαν να ζητούσα την πατρική ευλογία. Δεν θα τον ξανάβλεπα!
Οι νέοι συγκεντρώθηκαν αριστερά, ενώ οι ηλικιωμένοι βάδιζαν στα δεξιά. Στην άκρη της αποβάθρας υπήρχε ένα καμιόνι με το έμβλημα του Ερυθρού Σταυρού. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι αυτό προοριζόταν για τη μεταφορά των ηλικιωμένων, ανδρών και γυναικών, ενώ εμείς οι νέοι θα έπρεπε να πάμε με τα πόδια. Συνεπώς, τίποτε το κακό δεν προμηνυόταν: οι Γερμανοί φρόντιζαν για όλα».
Σύμφωνα με τους καταλόγους του Άουσβιτς, από την 15η αποστολή συνολικού πληθυσμού 2.600 ατόμων, οι 883 (568 άνδρες και 315 γυναίκες) κρίθηκαν στην πρώτη επιλογή που έγινε στην ράμπα του σταθμού ως «ικανοί για εργασία» και εισήχθησαν στο Άουσβιτς, ενώ οι υπόλοιποι, συνολικά 1717 άτομα, οδηγήθηκαν απευθείας στους θαλάμους αερίων.
Από τους 460 «επιβάτες» της 15ης αποστολής, κανείς δεν γύρισε. Όλοι τους εξοντώθηκαν [...]
Από το βιβλίο του Γιώργου Λιόλιου, «Σκιές της πόλης – Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας» (Αθήνα 2009), εκδ. Ευρασία