ΑΠΟΨΕΙΣ - ΓΝΩΜΗ
Του Στέργιου Καλπάκη, μέλους του Ανθρώπινου Δυναμικού Βέροιας
Παρά τις δηλώσεις του Υπουργού Παιδείας, ότι η ψήφιση του νόμου για το «Νέο Σχολείο» αποτελεί προοδευτική μεταρρύθμιση, στην πραγματικότητα πρόκειται για –ακόμη- μία μαύρη σελίδα στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
Για πολλοστή φορά γινόμαστε θεατές της κυβερνητικής υποκρισίας, η οποία προσπαθεί να πείσει ότι με το νέο νόμο καταπολεμά την παραπαιδεία και ενισχύει την αυτονομία του Λυκείου από την Τριτοβάθμια. Μόνο αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα! Η προοπτική για τη «δημόσια» παιδεία, είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των φροντιστηρίων και των ιδιωτικών σχολείων.
Με Πανελλαδικές εξετάσεις, όχι μόνο για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, αλλά και στην Α, Β, και Γ Λυκείου (Πανελλήνιες Προαγωγικές Εξετάσεις και Απολυτήριες), το «Νέο Λύκειο» μετατρέπεται σ' ένα διαρκές εξεταστικό κέντρο σωματικής, πνευματικής και οικονομικής εξόντωσης των μαθητών και των οικογενειών τους. Ο συνυπολογισμός του βαθμού των τριών τάξεων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, οδηγεί αναγκαστικά τους μαθητές στην πόρτα των Φροντιστηρίων από την Α΄ τάξη στο σύνολο των μαθημάτων.
Την ίδια ώρα, η θέσπιση μίας κεντρικής αξιολόγησης με ποσοτικά κριτήρια δημιουργεί μία εκπαίδευση δύο ταχυτήτων. Βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι μαθητές και σχολεία, παραγνωρίζονται οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές προϋποθέσεις μάθησης και αντικαθίστανται από αντικειμενικούς «στόχους» από τους οποίους θα εξαρτάται η ύπαρξη ή ο αφανισμός τους.
Η στόχευση του νέου Νόμου είναι σαφής: Όσοι δεν μπορέσουν να ανταποκριθούν οικονομικά στις νέες συνθήκες θα ακολουθήσουν τις Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης και ως τεχνίτες, θα αποτελέσουν στο μέλλον ένα κακοπληρωμένο κι «ευέλικτο» εργατικό δυναμικό. Το νομοσχέδιο αυτό συνδέεται στενά δηλαδή, με όλες τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν αυτά τα χρόνια στις εργασιακές σχέσεις.
Ταυτόχρονα, η πολιτική του περιορισμού σε προσωπικό δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στη λειτουργία των σχολείων τόσο της Δευτεροβάθμιας όσο και της Πρωτοβάθμιας. Η έναρξη της σχολικής χρονιάς ανέδειξε τεράστια κενά με ό,τι σημαίνει αυτό για την ύπαρξη βασικών θεσμών του Δημόσιου Σχολείου, όπως είναι το Ολοήμερο, η Ειδική Αγωγή και η Ενισχυτική Διδασκαλία. Παράλληλα, χιλιάδες είναι οι εκπαιδευτικοί και κυρίως οι νέοι, που κλείνουν «συμβόλαιο διαρκείας» με την ανεργία.
Απέναντι λοιπόν στην διάλυση της Δημόσιας Εκπαίδευσης και την λαϊκίστικη ρητορική της Κυβέρνησης περί μεταρρυθμίσεων, η κοινωνία των πολιτών, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι μαθητές οφείλουν πρώτα να κάνουν την αυτοκριτική τους για το σημερινό χάλι της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και στη συνέχεια να αντιπαρατάξουν ένα πλαίσιο πραγματικής μεταρρύθμισης.
Η υποχρεωτική εκπαίδευση θα πρέπει να πάψει να είναι μονάχα «υποχρεωτική» για τους μαθητές, αλλά να γίνει και ελκυστική. Με ανακατανομή και αλλαγή της εκπαιδευτικής ύλης. Με έμφαση στις γνώσεις που δίνουν εφόδια στους μαθητές να γίνουν ενεργοί και λειτουργικοί πολίτες, ζωντανά κύτταρα της κοινωνίας και όχι αποχαυνωμένοι θαμώνες των καφετεριών. Οι ειδικές γνώσεις μπορούν να περιμένουν μέχρι το Πανεπιστήμιο. Το Σχολείο πρέπει να πάψει να παίζει το ρόλο του Κατηχητικού, αλλά αντίθετα οφείλει να προάγει την κριτική σκέψη. Τέρμα η «παπαγαλία» και η κατάποση μασημένης τροφής. Ναι στην αξιολόγηση της εκπαίδευσης, με παιδαγωγικούς όρους και όχι τεχνοκρατικούς. Και το Φροντιστήριο που προκαλεί τεράστια αιμορραγία στην Ελληνική Οικογένεια, θα πρέπει να καταστεί άγνωστη λέξη όπως στις ανεπτυγμένες χώρες, με πλήρη αυτονόμηση του Λυκείου από την είσοδο των μαθητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Ως ΑΝΔΥ εκφράζουμε τη βεβαιότητα ότι η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας –επιστημονικής, κοινωνικής και πολιτικής- ευθύνεται για το σημερινό μας κατάντημα, και ότι η ενίσχυση της θα συμβάλει καθοριστικά να βγούμε από αυτό το τέλμα. Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει μονάχα από τους μαθητές ή από τους εκπαιδευτικούς. Απαιτείται η συμπαράταξη όλης της κοινωνίας, για την αλλαγή νοοτροπίας και πολιτικής περασμένων δεκαετιών.